Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το σύμφωνο μη επίθεσης

  • 1 пакт

    пакт м το σύμφωνο, το συμφωνητικό· \пакт о ненападении το σύμφωνο μη επίθεσης
    * * *
    м
    το σύμφωνο, το συμφωνητικό

    пакт о ненападе́нии — το σύμφωνο μη επίθεσης

    Русско-греческий словарь > пакт

  • 2 ненападение

    ненападение с η μη επίθεση- пакт (договор) о \ненападениеи το σύμφωνο μη επίθεσης
    * * *
    с
    η μη επίθεση

    пакт (догово́р) о ненападе́ниеи — το σύμφωνο μη επίθεσης

    Русско-греческий словарь > ненападение

  • 3 договор

    -а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.
    συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•

    договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•

    мирный договор συνθήκη ειρήνης•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•

    договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•

    договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•

    торговый договор εμπορική συμφωνία•

    договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•

    словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•

    договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).

    Большой русско-греческий словарь > договор

  • 4 пакт

    α.
    συνθήκη διεθνής• σύμφωνο• πάκτο•

    пакт о ненападении между странами σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ των χωρών•

    пакт мира σύμφωνο ειρήνης.

    Большой русско-греческий словарь > пакт

  • 5 ненападение

    ουδ. η μη επίθεση•

    договор о -ии σύμφωνο μη επίθεσης.

    Большой русско-греческий словарь > ненападение

См. также в других словарях:

  • σύμφωνο — το 1. είδος γράμματος του αλφάβητου: Τα σύμφωνα ξ, ψ, λέγονται διπλά. 2. συμφωνητικό, συνθήκη: Υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ματσουόκα, Γιοζούκε — (Yosuke Matsuoka, νομός Γιαμαγκούτσι 1880 – Τόκιο 1946). Ιάπωνας πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Όρεγκον των ΗΠΑ και στη συνέχεια ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο. Το 1921 εστάλη στην Εταιρεία των σιδηροδρόμων της νότιας Μαντζουρίας… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Μολότοφ, Βιατσεσλάβ Μιχάλοβιτς — (Κουκάρκα 1890 – 1986). Ψευδώνυμο του Σκριάμπιν. Ρώσος πολιτικός. Το 1906 έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, τον συνέλαβαν και τον εκτόπισαν πολλές φορές. Μετά την μπολσεβικική επανάσταση, η άνοδός του ήταν συνεχής: επίτροπος των Εξωτερικών …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»